10.9.11

Σοβαρά μιλάω...

Γράφει η Μαριά Λαϊνά | Ελευθεροτυπία,
Βιβλιοθήκη, Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011 »»

Κουήν Μινασιάν • Παραμύθια από την ΑρμενίαΣτου πατέρα μου τα βαφτίσια, στης μάνας μου τη γέννα, σηκωθήκαμε μια μέρα πέντ’ έξι νοματαίοι, οπλισμένοι γερά με σπαθιά και με ξύλα, για κυνήγι να πάμε.

Ο Χατί, ο Χιουτί, ο Τσατί, ο Ματί, ο πατέρας μου κι εγώ

Βουνά και λαγκάδια διαβήκαμε· όπου απαντήσαμε κυνήγι, λουφάξαμε, όπου απαντήσαμε θεριά, κρυφτήκαμε...

Πήγαμε και πηγαίναμε, και λίγο και πολύ, κι άξαφνα βλέπουμε μπροστά μας τρεις λίμνες· οι δυο ξεραμένες, η μια άνυδρη. Κοιτάμε πιο καλά και τι να δούμε; Μέσα στη λίμνη την άνυδρη, κολύμπαγαν τρία λευκά παπάκια· τα δυο ήταν ψόφια, τ' άλλο δεν ήταν ζωντανό.

«Χατί, τράβα βρε, τράβα!»

«Δεν έχω όπλο.»

«Χιουτί, τράβα βρε, τράβα!»

«Κι εγώ δεν έχω!»

«Τσατί; Ματί;»

«Κι εμείς δεν έχουμε!»

«Αμάν και πώς θα γίνει;»

Είχε ο πατέρας μου στα χέρια του ένα ξύλο, μακρύ και κοντό, χοντρό και λεπτό. Σημάδεψε και, μπουμ, πυροβόλησε. Αυτός το πυροβόλησε, εγώ το χτύπησα. Με το χτύπημά μου σωριάστηκε χάμω το παπί κι απλώθηκαν τριγύρω τ' άσπρα του φτερά.

«Χατί, το μαχαίρι!»

«Δεν έχω μαχαίρι.»

«Χιουτί, εσύ;»

Είχε ο πατέρας μου ένα μαχαίρι, μα με δίχως κόψη. Πήραμε το μαχαίρι. Εκοψε μια ο Χατί, μα δεν έκοψε. Εκοψε μια ο Χιουτί, μα δεν έκοψε. Ο Τσατί δεν έκοψε. Ο Ματί δεν έκοψε. Κι ο πατέρας μου δεν έκοψε. Εκοψα εγώ μια και το 'σφαξα.

Το 'σφαξα, το σήκωσα, Πάπια; Τι πάπια; Πες πως ήταν βόδι! Ο Χατί το φορτώθηκε, δεν το σήκωσε. Ο Χιουτί το φορτώθηκε, δεν το σήκωσε. Ο Τσατί δεν το σήκωσε. Ο Ματί δεν το σήκωσε. Κι ο πατέρας μου δεν το σήκωσε. Το φορτώθηκα εγώ και φύγαμε.

Πήγαμε και πηγαίναμε και φτάνουμε σ' ένα μέρος και τι βλέπουμε; Τρία χωριά· τα δύο δεν είχαν ούτ' ένα σπίτι, το άλλο ήτανε άφαντο. Πάμε στο άφαντο χωριό και βρίσκουμε ένα σπίτι. Μπαίνουμε μέσα και τι να δούμε; Κάθονταν μέσα τρεις γέροντες. Οι δυο τους πεθαμένοι, ο άλλος δεν είχε πια πνοή.

«Παιδιά», λέμε τότε, «ελάτε να φτιάξουμε με το κρέας μας πιλάφι».

Ο ένας γέρος, ο χωρίς πνοή, πήγε από δω, πήγε από κει, μας έφερε μισό πλιγούρι μέσα σε τρεις κατσαρόλες χάλκινες· οι δυο τους ήταν τρύπιες και η άλλη δεν είχε πάτο. Γεμίσαμε νερό την άπατη κατσαρόλα, πετάξαμε μέσα της ολόκληρη την πάπια και, χωρίς ν' ανάψουμε φωτιά, τη βάλαμε να βράσει. Εβρασε κι έβρασε· η πάπια και το πλιγούρι γίνανε ατμός, έμεινε το νερό.

Κουρασμένοι από το κυνήγι και πεινασμένοι, κάτσαμε κι αρχινίσαμε να τρώμε και να τρώμε, μα πράμα δεν είδαν τα μάτια μου, πράμα δεν μπήκε στο στόμα μου. Σοβαρά μιλάω...

Καταπληκτικό αρμένικο παραμύθι, λουσμένο μέσα στο παράλογο και την παραβολική διάθεση. Χωράει μέσα του και περιπαίζει με τον καλοδιάθετο συμβολισμό του λαούς, κυβερνήσεις, πυρήνες κοινωνίας, πρόσωπα και προσωπικότητες, ακόμη και τον αφηγητή - ίσως και να διδάσκει λίγο, χωρίς όμως το βάρος της διδαχής. Ο ποδηλάτης το διάβασε παραπάνω από μία φορά, όχι ως δυσνόητο, αλλά ως απολαυστικό στις λεπτομέρειές του.

Ανήκει μαζί με άλλα δεκαέξι στον τόμο Παραμύθια από την Αρμενία, που κυκλοφόρησαν το 2000 από τις εκδόσεις «Απόπειρα» στη σειρά Του Κόσμου τα Παραμύθια. Οι εικόνες που συνοδεύουν τα συγκεκριμένα δεκαεφτά είναι οι περισσότερες από την Εθνική Πινακοθήκη της πρωτεύουσας της χώρας, το Γερεβάν. Λάδι σε μουσαμά οι πιο πολλές, ταιριαστές με τα παραμύθια και σε ικανοποιητική αναπαραγωγή. Ο διευθυντής της Πινακοθήκης, ο Χασάν Χατσατριάν, υπογράφει και τα σύντομα Προλεγόμενα.

Ωραίοι, επίκαιροι τίτλοι. Π.χ.:
Ο ανόητος, Ψέματα με ουρά, Το πιλάφι, Ο Καρνάβαλος
Οι άτυχοι έμποροι, Η εξαφάνιση της Δικαιοσύνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου